Φεβρουάριος 2005
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Έλλειψη νοσηλευτριών
Τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, οι ΗΠΑ μαστίζονται από μια αυξανόμενη έλλειψη σε εγγεγραμμένο θήλυ νοσηλευτικό προσωπικό. Σύμφωνα με το αμερικανικό Υπουργείο Υγείας (DHHS), το 2020 η ζήτηση σε νοσηλεύτριες θα ξεπερνά την προσφορά κατά 40% εφόσον δεν ληφθούν μέτρα ανάσχεσης αυτής της τάσης. Παρόμοιες ελλείψεις ήλθαν και παρήλθαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ωστόσο η τωρινή είναι διαφορετική, εν μέρει λόγω της άνευ προηγουμένου δημογραφικής συρρίκνωσης. Το εργατικό δυναμικό που συγκροτείται από τις ηλικίες μεταξύ 20 και 35 ετών, το οποίο αποτελεί και την κύρια πηγή στρατολόγησης νοσηλευτριών, προβλέπεται να μειωθεί ακριβώς τη στιγμή που οι απότοκοι της πληθυσμιακής έκρηξης, ηλικιωμένοι πια, θα αρχίσουν να συνταξιοδοτούνται και να επιζητούν ιατρικές υπηρεσίες με μεγαλύτερη συχνότητα. Πιθανόν, όμως, πιο σημαντικός παράγοντας να είναι η χαμηλή κοινωνική θέση που επιφυλάσσεται για τις νοσηλεύτριες. Μια εποχή, η χαμηλή κοινωνική θέση δεν αποτελούσε αποτρεπτικό στοιχείο· τώρα, όμως, που οι γυναίκες έχουν πια πρόσβαση σε όλα σχεδόν τα επαγγέλματα, η παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών αποτελεί πλέον μια σχετικά μη ελκυστική επιλογή σταδιοδρομίας. Συν τοις άλλοις, η ίδια η φύση της δουλειάς είναι σωματικά απαιτητική. Για την ακρίβεια, είναι τόσο επίπονη που οι νοσηλεύτριες εν γένει δεν μπορούν να εργαστούν πέραν της συμπλήρωσης του 55ου έτους της ηλικίας τους. Πράγματι, το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα των νοσηλευτριών είναι ο αυξανόμενος φόρτος εργασίας και το εκτεταμένο ωράριο.

Επιπροσθέτως, η αμοιβή είναι σχετικά χαμηλή συγκρινόμενη με τις αντίστοιχες άλλων επαγγελμάτων με παρόμοιες απαιτήσεις εκπαίδευσης. Ένας δάσκαλος του δημοτικού, για παράδειγμα, το 2001 κέρδισε 14.000 δολάρια περισσότερα από μια νοσηλεύτρια, σύμφωνα με το DHHS. Οι εγγεγραμμένες νοσηλεύτριες απέρχονται της ενεργού υπηρεσίας με ρυθμό ταχύτερο από ποτέ. Αυτή τη στιγμή, περί τις 500.000 νοσηλεύτριες δεν εξασκούν το επάγγελμά τους.

Η ζήτηση σε νοσηλεύτριες εντείνεται λόγω της αύξησης του πληθυσμού, του πολλαπλασιασμού των ηλικιωμένων, και των εξελίξεων στην ιατρική (η διαχείριση των οποίων απαιτεί μεγαλύτερη δεξιότητα). Η ζήτηση, όμως, εντείνεται και από τους οικονομικούς συντελεστές της βιομηχανίας υγείας. Από το 1990, κατά μέσον όρο το 85% του πληθυσμού διαθέτει κάποιας μορφής ιατρική ασφάλιση, η οποία καλύπτει, τουλάχιστον μερικώς, και τις ανάγκες του σε νοσηλευτική περίθαλψη. Συγχρόνως δε, το πραγματικό κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα σημειώνει σταθερή αύξηση, γεγονός που καθιστά ευχερέστερη την πληρωμή υπηρεσιών υγείας που δεν καλύπτονται από την ιατρική ασφάλιση.

Η παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών φαίνεται να αψηφά τον γενικό νόμο προσφοράς και ζήτησης, δεδομένου ότι το επίπεδο των σχετικών αμοιβών δεν εναρμονίζεται ―καιρό τώρα― με την υψηλή ζήτηση. Μια πιθανή εξήγηση ίσως να έγκειται στην ανώτερη διαπραγματευτική ισχύ των νοσοκομείων ―τους κύριους εργοδότες των εγγεγραμμένων νοσηλευτριών― συνδυασμένη με τη σχετική απουσία οργάνωσης στον κλάδο των νοσηλευτριών. Μόλις το 38% των νοσηλευτριών που εργάζονται στα νοσοκομεία ανήκουν σε κάποιο σωματείο. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει το ύψος της αμοιβής είναι η αποτυχία των νοσηλευτριών να αναπτύξουν ισχυρό κοινωνικό έρεισμα. Αντιθέτως, οι δάσκαλοι έχουν σφυρηλατήσει ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς μέσω των τοπικών συλλόγων γονέων-δασκάλων.

Η διεύρυνση της βάσης στρατολόγησης ―σήμερα οι νοσηλεύτριες είναι κατά ποσοστό 86% λευκές― θα συνέβαλλε στη μετρίαση της έλλειψης, ωστόσο οι μακροπρόθεσμες λύσεις θα πρέπει πιθανότατα να εστιάσουν στη βαθύτερη φύση του εργασιακού αυτού κλάδου. Εκτός από τους υψηλότερους μισθούς, το κλειδί για τον περιορισμό της έλλειψης ίσως βρίσκεται στην ενίσχυση της θέσης των νοσηλευτριών σε θέματα που αφορούν τις συνθήκες εργασίας τους και τις αποφάσεις σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη, που τώρα λαμβάνονται από τους γιατρούς.