Ιούλιος 2007
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Αντιπαράθεση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΗ
Αν και αμφότεροι οι συνομιλητές βρίσκονται στην πλευρά της επιστήμης, δεν είναι πάντα σύμφωνοι σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο αντιμετώπισης των θρησκευτικά υποκινούμενων απειλών κατά της επιστημονικής πρακτικής ή εκπαίδευσης. Ο Krauss, κορυφαίος φυσικός, στρέφει συχνά τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του επιχειρηματολογώντας υπέρ της διατήρησης της θεωρίας της εξέλιξης εντός διδακτέας ύλης στα σχολεία και της απομάκρυνσης από αυτήν των ψευδοεπιστημονικών εκδοχών του δημιουργισμού. Μια ανοικτή επιστολή που απηύθυνε στον πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ το 2005, με την οποία προέτρεπε τον ποντίφικα να μη χτίσει νέα τείχη μεταξύ επιστήμης και πίστης, οδήγησε το Βατικανό στην επαναβεβαίωση αποδοχής της φυσικής επιλογής ως έγκυρης επιστημονικής θεωρίας από την Καθολική Εκκλησία.
Dawkins, διακεκριμένος εξελικτικός βιολόγος, γόνιμος συγγραφέας και ομιλητής, είναι και γλαφυρός πολέμιος οποιασδήποτε απόπειρας υπονόμευσης του επιστημονικού λόγου. Ωστόσο, έχει επιδείξει μικρότερο ενδιαφέρον από τον Krauss στην επίτευξη μιας ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ επιστήμης και πίστης. Ο τίτλος του ευπώλητου βιβλίου του The God Delusion [ελληνικός τίτλος: Η περί Θεού αυταπάτη] συνοψίζει ίσως καλύτερα τις απόψεις του περί της θρησκευτικής πίστης.
Οι δύο παραπάνω σύμμαχοι αντιπαρατέθηκαν στα διαλείμματα ενός συνεδρίου σχετικού με τη σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, το οποίο έλαβε χώρα στο Ινστιτούτο Salk για τις Βιολογικές Σπουδές (Σαν Ντιέγκο), στα τέλη του προηγούμενου έτους. Σε ένα διάλογο, τον οποίο αναδημιουργούμε εδώ, κάθε συγγραφέας εξήγησε τη δική του τακτική αντιμετώπισης του «εχθρού» και καταπιάστηκε με κάποια από τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι επιστήμονες όταν αποφασίζουν εάν και πώς θα μιλήσουν στον πιστό για την επιστήμη: σκοπός μας είναι να διδάξουμε την επιστήμη ή να καταγγείλουμε τη θρησκεία; Θα μπορέσουν ποτέ οι δύο κοσμοθεωρίες να εμπλουτίσουν η μία την άλλη; Είναι η θρησκεία εγγενώς κακή; Σε μια εκτεταμένη εκδοχή της συνομιλίας τους, που υπάρχει διαθέσιμη στο www.sciam.com, οι συνομιλητές συζητούν επίσης και για το κατά πόσον η επιστήμη θα μπορέσει ποτέ να ελέγξει την «Υπόθεση για την Ύπαρξη του Θεού».

Krauss: Και οι δύο, και εσύ και εγώ, έχουμε αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μας προσπαθώντας να κινήσουμε το ενδιαφέρον του κοινού για τα θέματα της επιστήμης, επιχειρώντας παράλληλα να εξηγήσουμε τα θεμέλια της τρέχουσας —ο καθένας στο πεδίο του— επιστημονικής κατανόησης του Σύμπαντος. Έτσι, νομίζω ότι πρέπει να τεθεί το ερώτημα για το ποιος θα πρέπει να είναι ο πρωταρχικός στόχος ενός επιστήμονα όταν μιλάει ή γράφει σχετικά με την επιστήμη. Αναρωτιέμαι τι είναι πιο σημαντικό: να χρησιμοποιούμε την αντίθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας ώστε να μιλήσουμε για την επιστήμη ή να προσπαθήσουμε να θέσουμε τη θρησκεία στη θέση που της αρμόζει; Υποψιάζομαι ότι εγώ θέλω να επικεντρωθώ περισσότερο στο πρώτο θέμα ενώ εσύ στο δεύτερο.
Το λέω αυτό, διότι, εάν κάποιος επιδιώκει να διδάξει ανθρώπους, απαιτείται, κατά τη γνώμη μου, να τους προσεγγίσει, να κατανοήσει από πού προέρχονται, εφόσον πρόκειται να τους δελεάσει για να σκεφτούν σχετικά με την επιστήμη. Λέω συχνά στους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, για παράδειγμα, ότι το μεγαλύτερο λάθος που μπορούν να κάνουν είναι να θεωρήσουν δεδομένο το ενδιαφέρον των μαθητών τους για αυτά που πρόκειται να τους μιλήσουν. Η διδασκαλία είναι ξελόγιασμα, είναι σαγήνεμα. Το να λες στους ανθρώπους από την άλλη όχθη ότι τα βαθύτερα πιστεύω τους είναι απλώς ανοησίες —ακόμη και εάν όντως είναι—, οπότε θα πρέ-πει να ακούσουν εμάς για να μάθουν την αλήθεια, ανατρέπει τελικά τη συνακόλουθη παιδαγωγική. Στο πλαίσιο αυτό, εάν τελικά ο πρωταρχικός στόχος στη συζήτηση του εν λόγω θέματος είναι να θέσουμε τη θρησκεία στην αρμόζουσα θέση της, τότε ίσως αποδειχθεί χρήσιμο να σοκάρουμε τους ανθρώπους αμφισβητώντας τις πεποιθήσεις τους.

Dawkins: Το ότι εγώ θεωρώ τη θρησκεία κακή επιστήμη, ενώ εσύ θεωρείς ότι επικουρεί την επιστήμη, μοιραία θα εκτρέψει τον καθένα μας προς διαφορετικές, έστω και ελαφρώς, κατευθύνσεις. Συμφωνώ μαζί σου ότι η διδασκαλία είναι ξελόγιασμα και ότι αποτελεί κακή στρατηγική η αποξένωση από το κοινό σου πριν καν ξεκινήσεις τη διδασκαλία. Ίσως χρειάζεται να βελτιώσει κανείς την τεχνική του σαγηνέματος. Ουδείς όμως θαυμάζει έναν ανέντιμο πλάνο, και αναρωτιέμαι πόσο μακριά είσαι διατεθειμένος να φτάσεις σε αυτή σου την «προσέγγιση». Πιθανότατα δεν θα προσεγγίσεις κάποιον που πιστεύει ότι η Γη είναι επίπεδη. Ούτε ίσως ένα δημιουργιστή που πιστεύει στη «θεωρία της νεαρής Γης» —ότι ολόκληρο το Σύμπαν δημιουργήθηκε μετά τη Μεσολιθική Εποχή. Ενδεχομένως όμως να προσεγγίσεις ένα δημιουργιστή ο οποίος πιστεύει στη «θεωρία της παλαιάς Γης» —ότι ο Θεός εκκίνησε τα πάντα και στη συνέχεια παρενέβαινε κατά καιρούς ώστε να βοηθά την εξέλιξη στα δύσκολα άλματα. Η διαφορά μεταξύ μας είναι ποσοτική. Είσαι έτοιμος να φτάσεις λίγο πιο μακριά από μένα, όμως υποθέτω όχι και πολύ μακριά.

Krauss: Ας διασαφηνίσω τι εννοώ λέγοντας «να τους προσεγγίσουμε». Δεν εννοώ να συνθηκολογήσουμε με τις εσφαλμένες αντιλήψεις τους, αλλά να βρούμε έναν θελκτικό τρόπο ώστε να τους δείξουμε ότι όντως έχουν εσφαλμένες αντιλήψεις. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Έχω κατά καιρούς αντιπαρατεθεί δημόσια με δημιουργιστές και με ζηλωτές της «θεωρίας περί απαγωγής από εξωγήινους». Και οι δύο ομάδες έχουν την ίδια εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με τη φύση της εξήγησης: πιστεύουν ότι, αν δεν καταλαβαίνεις τα πάντα, δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Στις αντιπαραθέσεις επιλέγουν κάποιο ασαφές επιχείρημα —ας πούμε, μια ομάδα ανθρώπων στα σύνορα της Μογγολίας είδε το 1962 έναν ιπτάμενο δίσκο να αιωρείται πάνω από μια εκκλησία. Στη συνέχεια ρωτούν εάν είμαι γνώστης τού εν λόγω γεγονότος και, εάν απαντήσω αρνητικά, πάντοτε αντιτείνουν: «Εάν δεν έχεις εξετάσει κάθε παρόμοιο συμβάν, τότε δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι ότι η απαγωγή από εξωγήινους είναι απίθανο να συμβεί».
Ανακάλυψα ότι μπορώ να αναγκάσω τους ανθρώπους μιας τέτοιας ομάδας να αναρωτηθούν σχετικά με αυτά που λένε χρησιμοποιώντας την άλλη ομάδα σαν καθρέφτη. Δηλαδή, ρωτώ τους δημιουργιστές: «Πιστεύετε στους ιπτάμενους δίσκους;». Όπως αναμενόταν, απαντάνε αρνητικά. Στη συνέχεια ρωτάω: «Γιατί;Έχετε εξετάσει όλα τα επιχειρήματα;». Ομοίως, ρωτάω τους οπαδούς των απαγωγών από εξωγήινους: «Πιστεύετε στο δημιουργισμό της νεαρής Γης;», και απαντάνε «όχι» θέλοντας να δείξουν την επιστημοσύνη τους. Έπειτα τους ρωτάω: «Γιατί;Έχετε εξετάσει κάθε μεμονωμένο αντεπιχείρημα;». Προσπαθώ να δείξω σε κάθε ομάδα ότι είναι εντελώς λογικό να στηρίζουμε τις θεωρητικές προβλέψεις μας σε μια τεράστια ποσότητα ενυπόστατων αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς και να έχουμε εξετάσει ενδελεχώς κάθε μεμονωμένο ασαφές αντεπιχείρημα. Αυτή η «διδακτική τεχνική» έχει φέρει αποτελέσματα στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εκτός από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνυόταν ότι απέναντί μου είχα έναν πιστό των απαγωγών από εξωγήινους ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και δημιουργιστής!

Dawkins: Με ικανοποιεί η διευκρίνισή σου για το τι εννοείς λέγοντας «να προσεγγίσουμε». Επίτρεψέ μου όμως να σε προειδοποιήσω πόσο εύκολο είναι να παρερμηνευτείς. Έγραψα κάποτε σε μια κριτική ενός βιβλίου στους New York Times ότι «είναι απολύτως ασφαλές να χαρακτηρίσουμε κάποιον που ισχυρίζεται ότι δεν πιστεύει στη θεωρία της εξέλιξης ανίδεο (ή ανόητο ή παράφρονα ή κακοήθη, αλλά θα προτιμούσα να μη λάβω κάτι τέτοιο υπόψη μου)». Τούτη η πρόταση αναφέρεται ξανά και ξανά, παρέχοντας στήριξη στην άποψη ότι εγώ είμαι ένας προκατειλημμένος, αδιάλλακτος, στενόμυαλος, ακόλαστος, μεγαλόστομος φαφλατάς. Ωστόσο μείνετε λίγο στην πρότασή μου. Μπορεί να μη διατυπώθηκε για να σαγηνεύσει, αλλά εσύ, Lawrence, ξέρεις από τα μύχια της ψυχής σου ότι αποτελεί μια απλή και νηφάλια παρουσίαση της πραγματικότητας.
Η άγνοια δεν είναι έγκλημα. Το να αποκαλέσεις κάποιον ανίδεο δεν αποτελεί προσβολή. Όλοι μας είμαστε ανίδεοι για την πλειονότητα των υφιστάμενων πραγμάτων. Εγώ είμαι παντελώς ανίδεος για το μπέιζμπολ, και τολμώ να πω ότι και εσύ είσαι το ίδιο ανίδεος για το κρίκετ. Εάν πω σε κάποιον που πιστεύει πως ο Κόσμος έχει ηλικία 6.000 ετών ότι είναι ανίδεος, μάλλον του αποδίδω φιλοφρόνηση —θεωρώντας ότι δεν είναι ανόητος, παράφρονας ή κακοήθης.

Krauss: Συμφωνώ απολύτως μαζί σου περί αυτού. Το πρόβλημα για μένα είναι συνήθως η άγνοια· και ευτυχώς, η άγνοια εξαλείφεται πιο εύκολα από όλα τα άλλα. Δεν είναι υποτιμητικό να δηλώνουμε ότι κάποιος έχει άγνοια εάν παρανοεί τα επιστημονικά ζητήματα.

Dawkins: Και εγώ αντιλαμβάνομαι ότι θα μπορούσα, και ίσως θα έπρεπε, να έθετα το ζήτημα πιο διπλωματικά. Θα έπρεπε να προσεγγίσω το κοινό με πιο θελκτικό τρόπο. Υπάρχουν όμως όρια. Πόσο θα άντεχες την ακόλουθη υπερβολή: «Αγαπητέ δημιουργιστή της νεαρής Γης, σέβομαι βαθιά την πεποίθησή σας ότι ο Κόσμος έχει ηλικία 6.000 ετών. Παρ’ όλα αυτά, ταπεινά και ευγενικά θεωρώ ότι ενδεχομένως θα σας συνάρπαζε εάν διαβάζατε ένα βιβλίο γεωλογίας ή κοσμολογίας ή αρχαιολογίας ή ιστορίας ή ζωολογίας ή ένα βιβλίο σχετικό με τη ραδιοχρονολόγηση (μαζί με τη Βίβλο, φυσικά), και ότι ίσως αρχίζατε να βλέπετε γιατί σχεδόν άπαντες οι μορφωμένοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των θεολόγων, θεωρούν ότι η ηλικία του Κόσμου μετριέται σε δισεκατομμύρια έτη και όχι σε χιλιάδες».
Επίτρεψέ μου να προτείνω μια εναλλακτική στρατηγική «ξελογιάσματος». Αντί να προσποιούμαστε ότι σεβόμαστε βλακώδεις απόψεις, τι θα λέγατε για λίγη «σκληρή αγάπη»; Παρουσιάστε δραματικά στο δημιουργιστή της νεαρής Γης το απόλυτο μέγεθος της ασυμφωνίας μεταξύ των δικών του απόψεων και αυτών των επιστημόνων: «Τα 6.000 έτη δεν διαφέρουν απλώς λίγο από τα 4,6 δισεκατομμύρια έτη. Διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε, αγαπητέ δημιουργιστή της νεαρής Γης, είναι σαν να ισχυρίζεσαι ότι η απόσταση Λονδίνου-Καμπούλ δεν είναι 5.500 χιλιόμετρα αλλά 7 μέτρα. Φυσικά, σέβομαι το δικαίωμά σου να διαφωνείς με τους επιστήμονες, όμως μάλλον δεν θα σε έβλαπτε και δεν θα σε προσέβαλλε πολύ να ακούσεις —ως θέμα στοιχειώδους και αδιαμφισβήτητης αριθμητικής— το πραγματικό μέγεθος του λάθους στο οποίο έχεις υποπέσει».

Krauss: Δεν νομίζω ότι η πρότασή σου μπορεί να περιγραφεί ως «σκληρή αγάπη». Στην πράξη είναι αυτό ακριβώς που υποστήριζα —ένας δημιουργικός και ελκυστικός τρόπος, δηλαδή, να κάνεις κάποιον να αντιληφθεί το μέγεθος και τη φύση τέτοιων εσφαλμένων αντιλήψεων. Κάποιοι θα αυταπατώνται εσαεί, παρά τα γεγονότα, όμως αυτοί δεν αποτελούν βέβαια το κοινό που προσπαθούμε να προσεγγίσουμε. Προσπαθούμε μάλλον να προσεγγίσουμε τον τεράστιο όγκο του κοινού που μπορεί να έχει ανοικτό μυαλό απέναντι στην επιστήμη, αλλά απλώς δεν γνωρίζει πολλά σχετικά με αυτήν ή δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με επιστημονικά θέματα. Από αυτή τη σκοπιά, επίτρεψέ μου να θέσω ένα άλλο ερώτημα σχετικά με το ποιο από τα παρακάτω συμμερίζεσαι περισσότερο: Μπορεί η επιστήμη να εμπλουτίσει την πίστη ή πάντοτε πρέπει να την αφανίζει;
Τούτο το ερώτημα μου προέκυψε όταν πρόσφατα μου ζητήθηκε να μιλήσω σε κάποιο καθολικό κολέγιο, σε ένα συμπόσιο για την επιστήμη και τη θρησκεία. Υποθέτω ότι με θεωρούσαν ως κάποιον που ενδιαφέρεται να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές. Αφότου συμφώνησα να δώσω τη διάλεξη, διαπίστωσα ότι το θέμα της διάλεξης που μου είχε ανατεθεί ήταν «Ενδυναμώνοντας την πίστη μέσω της επιστήμης». Παρά τους αρχικούς μου ενδοιασμούς, όσο περισσότερο σκεφτόμουν το θέμα τόσο περισσότερο λογικό το έβρισκα. Η ανάγκη να πιστεύει κανείς σε μια θεία διάνοια χωρίς άμεσα αποδεικτικά στοιχεία είναι, καλώς ή κακώς, μια θεμελιώδης συνιστώσα της ψυχής πολλών ανθρώπων. Δεν πιστεύω ότι θα απαλλάξουμε την ανθρωπότητα από τη θρησκευτική πίστη, περισσότερο τουλάχιστον απ’ όσο θα απαλλάξουμε την ανθρωπότητα από τη ρομαντική αγάπη ή από πολλές άλλες ανορθολογικές αλλά θεμελιώδεις όψεις της ανθρώπινης νόησης. Παρότι «ορθογώνιες» —ασυσχέτιστες, δηλαδή— με τις επιστημονικές ορθολογικές συνιστώσες, δεν είναι λιγότερο πραγματικές και ενδεχομένως δεν είναι και λιγότερο άξιες προσοχής όταν εξετάζουμε την ανθρώπινη φύση μας.

Dawkins: Σχετικά με αυτό, τέτοιος πεσιμισμός για την ανθρώπινη φύση είναι ευρέως διαδεδομένος μεταξύ των ορθολογιστών, μέχρι το σημείο του τέλειου μαζοχισμού. Είναι σαν εσύ και όσοι παρευρίσκονταν στο συνέδριο να διάκεισθε θετικά στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι αιωνίως καταδικασμένος στον παραλογισμό. Κατά τη γνώμη μου όμως, η ανορθολογικότητα ουδεμία σχέση έχει με τον ρομαντικό έρωτα ή την ποίηση ή τα αισθήματα —όλα τόσο κοντά σε αυτό που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζήσεις. Τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι ορθογώνια στην ορθολογικότητα. Ενδεχομένως να είναι εφαπτόμενα σε αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, είμαι αναφανδόν υπέρ αυτών, όπως και εσύ. Οι κατηγορηματικά ανορθολογικές πεποιθήσεις και οι προκαταλήψεις, όμως, είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Το να αποδεχόμαστε ότι δεν μπορούμε ποτέ να απαλλαχθούμε από αυτές —το ότι συνιστούν οριστικές και αμετάκλητες συνιστώσες της ανθρώπινης φύσης— είναι καταφανώς αναληθές για σένα και, υποθέτω, για τους περισσότερους συναδέλφους και φίλους σου. Αρα, δεν αποτελεί υποχώρηση το να υποθέτουμε ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, εν γένει και εκ φύσεως, ανίκανα να απελευθερωθούν από αυτές;

Krauss: Δεν είμαι τόσο βέβαιος ότι έχω απαλλαγεί από ανορθολογικές πεποιθήσεις, τουλάχιστον ανορθολογικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό μου. Εάν όμως η θρησκευτική πίστη αποτελεί κεντρικό μέρος της εμπειρίας της ζωής πολλών ανθρώπων, τότε το ερώτημα, κατ εμέ, δεν είναι το πώς να απαλλάξουμε τον κόσμο από τον Θεό, αλλά μέχρι ποιο βαθμό μπορεί η επιστήμη τουλάχιστον να μετριάσει αυτή την πεποίθηση και να εξαλείψει τις περισσότερο ανορθολογικές και επιβλαβείς όψεις του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Και τούτος είναι ασφαλώς ένας τρόπος με τον οποίο η επιστήμη μπορεί να εμπλουτίσει την πίστη.
Στη διάλεξή μου προς το καθολικό κοινό, για παράδειγμα, βασίστηκα στο τελευταίο σου βιβλίο και περιέγραψα πώς οι επιστημονικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης να μην είμαστε επιλεκτικοί στην επιλογή των δεδομένων, υπαγορεύουν να μη συντασσόμαστε με το φονταμενταλισμό των άλλων. Εάν κάποιος πιστεύει ότι η ομοφυλοφιλία είναι απεχθής, καθότι έτσι λέει η Βίβλος, τότε πρέπει να πιστέψει και όλα όσα περαιτέρω λέγονται στη Βίβλο, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να σκοτώσεις τα παιδιά σου αν είναι ανυπάκουα ή να κοιμηθείς με τον πατέρα σου αν χρειάζεται να κάνεις παιδιά και δεν υπάρχουν άλλοι άντρες τριγύρω, και πάει λέγοντας.
Επιπλέον, η επιστήμη μπορεί άμεσα να καταρρίψει πολλές τέτοιες άθλιες κατά γράμμα ερμηνείες των Γραφών, όπως, για παράδειγμα, την αντίληψη ότι η γυναίκα είναι απλώς κτήμα του άντρα, η οποία αντιτίθεται σε αυτό που μας λέει η βιολογία σχετικά με τον βιολογικό ρόλο των γυναικών και τις διανοητικές ικανότητες αντρών και γυναικών. Με την ίδια λογική που επιχειρηματολόγησε ο Γαλιλαίος όταν υπέθεσε ότι ο Θεός δεν θα είχε δημιουργήσει τους ανθρώπινους εγκεφάλους εάν δεν ήθελε να τους χρησιμοποιήσουν οι άνθρωποι για να μελετήσουν τη Φύση, έτσι και η επιστήμη αναμφίβολα μπορεί να εμπλουτίσει την πίστη.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα που έχει να προσφέρει η επιστήμη παρουσιάστηκε πιο πειστικά από τον Carl Sagan, ο οποίος, όπως εσύ και εγώ, δεν ήταν θρησκευόμενος. Μολαταύτα, σε μια συλλογή των διαλέξεων Gifford πάνω στην επιστήμη και τη θρησκεία που έδωσε το 1985 στη Σκωτία και εκδόθηκε μετά το θάνατό του, επισημαίνει ότι το πρότυπο του θρησκευτικού θαύματος είναι στην πραγματικότητα πολύ μυωπικό, πολύ περιορισμένο. Ένας και μόνο Κόσμος αποδεικνύεται λίγος και ασήμαντος για κάποιον αληθινό Θεό. Το τεράστιο εύρος του Σύμπαντος, που μας αποκαλύπτεται μέσω της επιστήμης, είναι μακράν λαμπρότερο. Εξάλλου, θα μπορούσαμε τώρα να προσθέσουμε, υπό το πρίσμα της πρόσφατης «μόδας» στη θεωρητική φυσική, ότι το ένα και μόνο Σύμπαν φαίνεται πολύ ασήμαντο, και πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για ένα πλήθος από σύμπαντα. Σπεύδω να προσθέσω, ωστόσο, ότι το να εμπλουτίζεις την πίστη είναι κατά πολύ διαφορετικό από το να παρέχεις υποστηρικτικά στοιχεία για την πίστη, γεγονός που πιστεύω ακράδαντα ότι δεν σχετίζεται με την επιστήμη.

Dawkins: Όντως, μου αρέσει πολύ αυτή η στάση τού Sagan, και χαίρομαι πολύ που την επεσήμανες. Εγώ μάλιστα την έχω περιορίσει λίγο ώστε να χωράει να γραφτεί από τους εκδότες αυτών των διαλέξεων στο εξώφυλλο του βιβλίου: «Ήταν ο Carl Sagan θρήσκος; Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Αφησε πίσω του τον ασήμαντο, στενόμυαλο μεσαιωνικό κόσμο του συμβατικού θρήσκου· άφησε τους θεολόγους, τους ιερείς και τους μουλάδες να βουλιάζουν στην πνευματική τους φτώχεια. Τους άφησε πίσω, διότι είχε πολύ περισσότερα που τον έκαναν θρήσκο. Αυτοί έχουν τους μύθους της Εποχής του Χαλκού, τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις και τους παιδιάστικους ευσεβείς τους πόθους. Αυτός είχε το Σύμπαν». Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που μπορώ να προσθέσω για να απαντήσω στο ερώτημά σου σχετικά με το εάν η επιστήμη μπορεί να εμπλουτίσει τη θρησκευτική πίστη. Μπορεί, υπό την έννοια που εννοείτε και εσύ και ο Sagan: ότι η εχθρότητα προς αυτήν παρεξηγείται ως επιδοκιμασία της.

Krauss: Θα ήθελα να κλείσω με ένα θέμα που νομίζω ότι έχει τη μεγαλύτερη σημασία στην τρέχουσα συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων σχετικά με τη θρησκεία: Είναι η θρησκεία εγγενώς κακή; Εδώ θα πρέπει να ομολογήσω ότι οι δικές μου απόψεις έχουν εξελιχθεί, προϊόντος του χρόνου, αν και εσύ ίσως ισχυριστείς ότι απλώς έγινα πιο μετριοπαθής. Ασφαλώς υπάρχει πληθώρα στοιχείων σύμφωνα με τα οποία η θρησκεία ευθύνεται για πολλές φρικαλεότητες, και συχνά τονίζω, όπως και εσύ, ότι στις μέρες μας κανένας δεν θα έριχνε σκοπίμως αεροπλάνα πάνω σε ψηλά κτίρια εάν δεν έτρεφε την πίστη ότι ο Θεός στέκεται πλάι του.
Ως επιστήμονας πιστεύω ότι ο ρόλος μου έγκειται στο να ενίσταμαι όταν η θρησκευτική πίστη οδηγεί τους ανθρώπους να διδάσκουν ψεύδη για τον κόσμο. Από αυτή τη σκοπιά, θα ισχυριζόμουν ότι πρέπει να σεβόμαστε τις θρησκευτικές ευαισθησίες ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από κάθε άλλη μεταφυσική κλίση· όμως στις περιπτώσεις στις οποίες αυτές σφάλλουν δεν θα πρέπει να γίνονται σεβαστές. Όταν λέω σφάλλουν, εννοώ πεποιθήσεις οι οποίες βρίσκονται καταφανώς σε διαφωνία με τα εμπειρικά δεδομένα. Η Γη δεν έχει ηλικία 6.000 ετών. Ο άνθρωπος του Κένγουικ δεν ήταν ινδιάνος Γιουματίλα. Αυτό όμως που πρέπει να προσπαθήσουμε να εκριζώσουμε δεν είναι η θρησκευτική πίστη αλλά η άγνοια. Μόνο όταν η πίστη απειλείται από τη γνώση γίνεται εχθρός.

Dawkins: Νομίζω ότι εδώ σχεδόν συμφωνούμε. Και μολονότι η λέξη «ψεύδος» έχει μεγάλη βαρύτητα, διότι υποδηλώνει πρόθεση να εξαπατήσεις, δεν είμαι ένας από αυτούς που υψώνουν ηθικά επιχειρήματα πάνω από το ερώτημα σχετικά με την αλήθεια των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Είχα πρόσφατα μια τηλεοπτική συνάντηση με τον βετεράνο πολιτικό Τόνι Μπεν, πρώην υπουργό τεχνολογίας, ο οποίος αποκαλεί τον εαυτό του χριστιανό. Έγινε φανερό κατά την πορεία της συζήτησής μας ότι δεν είχε το παραμικρό ενδιαφέρον για το εάν οι χριστιανικές πεποι-θήσεις είναι αληθείς ή ψευδείς· νοιαζόταν μόνο για το κατά πόσον είναι ηθικές. Εναντιωνόταν μάλιστα στην επιστήμη με την αιτιολογία ότι δεν μας δίνει καμία ηθική καθοδήγηση. Όταν διαμαρτυρήθηκα ότι η επιστήμη δεν έχει να κάνει με καμία ηθική καθοδήγηση, τότε έφτασε στο σημείο να ρωτήσει ποια είναι η χρησιμότητα της επιστήμης· ένα κλασικό παράδειγμα του συνδρόμου που ο φιλόσοφος Daniel Dennett έχει αποκαλέσει «πίστη στην πίστη».
Αλλο παράδειγμα αποτελούν όσοι θεωρούν ότι το αν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι αληθείς ή ψευδείς έχει λιγότερη σημασία από τη δύναμη της θρησκείας να παρηγορεί και να δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή. Φαντάζομαι πως θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι δεν έχουμε καμία αντίρρηση στο να αναζητούν οι άνθρωποι παρηγοριά όπου επιθυμούν, και καμία αντίρρηση στις ισχυρές ηθικές πυξίδες. Το ζήτημα όμως της ηθικής ή της παρηγορητικής αξίας της θρησκείας —με τον ένα ή τον άλλο τρόπο— πρέπει να διαχωρίζεται στο νου μας από την αληθοτιμή της θρησκείας. Συναντώ συχνά δυσκολίες στο να πείσω τα θρησκευόμενα άτομα για αυτή τη διάκριση, γεγονός που φανερώνει ότι εμείς, οι επιστήμονες-σαγηνευτές, έχουμε έναν αρκετά δύσκολο και ανηφορικό δρόμο να διαβούμε.



Ο Lawrence M. Krauss κατέχει την έδρα Ambrose Swasey και είναι διευθυντής του Κέντρου για την Εκπαίδευση και την Έρευνα στην Κοσμολογία και στην Αστροφυσική στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve (Οχάιο). Συγγραφέας επτά βιβλίων εκλαΐκευσης της επιστήμης και δεκάδων κριτικών κειμένων και σχολίων για τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, δίνει επίσης πολλές διαλέξεις για την επιστήμη και το δημόσιο συμφέρον. Εκτός των πολλών του επιστημονικών τιμητικών διακρίσεων, κατέχει και το μοναδικό προνόμιο να έχει λάβει τα μεγαλύτερα βραβεία και από τις τρεις αμερικανικές ενώσεις φυσικής. Έχει παίξει με την ορχήστρα τού Κλίβελαντ, υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Sundance και έχει γράψει τέσσερα άρθρα για το Scientific American. [Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του: Η φυσική του Σταρ Τρεκ (Νέα Σύνορα, 1996).]

Ο Richard Dawkins κατέχει την έδρα Charles Simonyi για την Κατανόηση της Επιστήμης από το Ευρύ Κοινό στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τα εννέα του βιβλία τού έχουν αποφέρει επί τιμή διδακτορίες στην επιστήμη και τα γράμματα, και είναι μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου (η βρετανική ακαδημία επιστημών) αλλά και της Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας. Στα πολλά του βραβεία συμπεριλαμβάνονται το διεθνές βραβείο Cosmos, το βραβείο Nakayama για τις ανθρωπιστικές επιστήμες και το βραβείο Σαίξπηρ για την εξέχουσα συνεισφορά του στον βρετανικό πολιτισμό. Το 2006 ίδρυσε το Ίδρυμα Richard Dawkins για τη Λογική και την Επιστήμη. Οι νέες εκπαιδευτικές οδηγίες στα βρετανικά σχολεία ενθαρρύνουν τους μαθητές να υποδύονται προσωπικότητες όπως ο Γαλιλαίος, ο Δαρβίνος και ο Dawkins στις συζητήσεις τους σχετικά με την επιστήμη και το δημιουργισμό. [Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ο ποταμός της ζωής (Κάτοπτρο, 1995), Ο τυφλός ωρολογοποιός (Κάτοπτρο, 1994 και 2001), Υφαίνοντας το ουράνιο τόξο (Τραυλός, 2000), Η περί Θεού αυταπάτη (Κάτοπτρο, 2007), και εντός του έτους θα κυκλοφορήσει η τριακονταετής επετειακή έκδοση του Εγωιστικού γονιδίου (Κάτοπτρο).]