Ιούνιος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Επικίνδυνη «χημική σαλάτα»
Σε χαμηλές δόσεις και μόνη της, κάποια χημική ένωση μπορεί να είναι αβλαβής για τα κύτταρα ή και για ολόκληρους οργανισμούς· συνδυαζόμενη, ωστόσο, με άλλες παρεμφερείς χημικές ενώσεις, ακόμη και σε συγκεντρώσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ασφαλείς, είναι σε θέση να επενεργήσει δυσμενώς και μάλιστα με ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις. Από μια τελευταία έρευνα σε βατράχους αποδείχτηκε ότι μείγμα 9 χημικών ουσιών, οι οποίες απαντούν ευρέως σε καλλιέργειες αραβοσίτου, επέφερε το θάνατο στο 1/3 των γυρίνων, ενώ παρέτεινε τη μεταμόρφωση όσων ατόμων επιβίωσαν για περισσότερο από 2 εβδομάδες.

Ειδικότερα, ο βιολόγος Tyrone Hayes και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ έχουν δοκιμάσει και μελετήσει κατά την τελευταία τετραετία τη δράση 4 ζιζανιοκτόνων, 2 μυκητοκτόνων και 3 εντομοκτόνων τα οποία βρίσκουν ευρεία εφαρμογή στους αγρούς καλαμποκιού. Το καθένα ξεχωριστά και σε χαμηλές συγκεντρώσεις ―όπως, λόγου χάρη, 0,1 μέρη ανά δισεκατομμύριο―, τα εν λόγω χημικά παρουσίαζαν μικρή επίδραση σε αναπτυσσόμενους γυρίνους. Όταν όμως ο Hayes υπό εργαστηριακές συνθήκες εξέθεσε γυρίνους και στα 9 συγχρόνως παρασιτοκτόνα, στην ίδια μάλιστα χαμηλή συγκέντρωση την οποία μετρά κανείς στον αγρό, τότε οι βάτραχοι που αναπτύχθηκαν υπέστησαν κάποια λοίμωξη με χαρακτηριστικά ενδημίας. Όσα άτομα επιβίωσαν απέκτησαν τελικά μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου που αναπτύχθηκαν και διαβίωναν σε καθαρό νερό ―μολονότι η ωρίμαση των πρώτων μέχρι το ενήλικο στάδιο ήταν μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας. «Κάτι αντίστοιχο στους ανθρώπους θα ήταν να λέγαμε ότι “όσο περισσότερο είσαι έγκυος τόσο πιο μικρόσωμο θα βγει το παιδί”, το οποίο θα σήμαινε ότι η μήτρα παύει πλέον να λειτουργεί ως περιβάλλον που εξασφαλίζει τη φυσιολογική σωματική ανάπτυξη», παρατηρεί ο Hayes.

Η μελέτη τού Hayes εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πεδίο έρευνας όπου συμπεριλαμβάνονται αντίστοιχες μελέτες με τις οποίες αποκαλύπτεται ότι ο συνδυασμός χημικών ουσιών, ακόμη και σε χαμηλές συγκεντρώσεις, είναι δυνατόν να συνεπάγεται πλήθος επιπτώσεων.

Έτσι, ο Rick Relyea, του Πανεπιστημίου τού Πίτσμπουργκ, με αρκετές μελέτες έχει δείξει ότι γυρίνοι οι οποίοι εκτέθηκαν σε χαμηλά επίπεδα ενός μεμονωμένου παρασιτοκτόνου και συγχρόνως στην οσμηρή ουσία κάποιου θηρευτή τους επέδειξαν σημαντικά υψηλότερους δείκτες θνησιμότητας. Για παράδειγμα, περίπου το 90% των γυρίνων του βορειοαμερικανικoύ ταυροβάτραχου (Rana catesbiana) πέθαιναν εξαιτίας της έκθεσής τους στο εντομοκτόνο Carbaryl (1-ναφθύλ-1-Ν-μεθυλοκαρβαμικό), όταν το τελευταίο συνδυαζόταν με οσμηρή ουσία από τρίτωνες, οι οποίοι αποτελούν φυσικούς θηρευτές των γυρίνων ―επίσης, δεν σημειώνονταν θάνατοι στους γυρίνους όταν οι παραπάνω ουσίες χορηγούνταν χωριστά. Από την πλευρά του, ο Relyea υποστηρίζει ότι το παρασιτοκτόνο ίσως προκαλεί κάποιο γενικό στρες στους γυρίνους, αλλά όταν συνδυάζεται με κάποιον άλλο στρεσογόνο παράγοντα αποβαίνει τελικά θανατηφόρο.

Βέβαια, δεν είναι μόνο τα παρασιτοκτόνα που δρουν βλαβερά υπό τη μορφή μειγμάτων: οι φθαλικοί εστέρες ―ενώσεις οι οποίες καθιστούν τα πολυμερή εύκαμπτα― είναι σε θέση να παρεμποδίζουν τη σεξουαλική ανάπτυξη αρσενικών αρουραίων. «Διαθέτουμε ζώα τα οποία εκτέθηκαν σε φθαλικούς εστέρες και ανέπτυξαν όρχεις κάτω από τους νεφρούς τους ή σε άλλες τυχαίες θέσεις μέσα στην κοιλιακή τους κοιλότητα», εξηγεί ο L. Earl Gray, βιολόγος της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (ΕΡΑ) και ένας από τους ερευνητές που πρωτοπεριέγραψαν τούτη τη δυσμορφία, την οποία ονόμασαν σύνδρομο των φθαλικών εστέρων. Ο Gray έχει επίσης διαπιστώσει ότι οι διάφοροι τύποι φθαλικών εστέρων συνδυαζόμενοι είτε μεταξύ τους είτε με συγκεκριμένα παρασιτοκτόνα και βιομηχανικά απόβλητα έχουν ακόμη μεγαλύτερες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, δύο τύποι φθαλικών ενώσεων σε συγκεντρώσεις οι οποίες μεμονωμένα δεν θα προκαλούσαν δυσμορφία, σε συνδυασμό προκάλεσαν ανωμαλίες στην ουρήθρα (υποσπαδίες) στο 25% των αρουραίων που εκτέθηκαν στο μείγμα αυτό.

Εκτός του ότι επιτείνουν την ενδοκρινική αποδιοργάνωση ―οι βιομηχανικές χημικές ουσίες μιμούνται τη δράση των φυσικών ορμονών―, τα ευρήματα σχετικά με τη δράση των μειγμάτων τους συνιστούν μια απίστευτη πρόκληση για τις ρυθμιστικές/ελεγκτικές αρχές. Δεδομένου ότι δεκάδες χιλιάδες χημικές ενώσεις χρησιμοποιούνται κανονικά σε παγκόσμιο επίπεδο, το έργο της αξιολόγησής τους ως προς το ποιοι συνδυασμοί τους θα μπορούσαν να αποβούν επιβλαβείς αποτελεί άθλο. «Τα περισσότερα Γραφεία της Υπηρεσίας αναγνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να λειτουργούμε πλέον έχοντας ως οδηγό την ιδέα “μία η ουσία, μία και η έκθεση” κατά άτομο. Είναι ανάγκη να εξετάζουμε τόσο τις χημικές ουσίες ως ευρύτερες τάξεις όσο και πώς αυτές αλληλεπιδρούν», διαπιστώνει η Elaine Francis, διευθύντρια του ερευνητικού προγράμματος της ΕΡΑ σχετικά με τα παρασιτοκτόνα και τις τοξικές ενώσεις. Ωστόσο, μέχρι να ληφθούν οι οποιεσδήποτε αποφάσεις με ρυθμιστικό χαρακτήρα, οι έλεγχοι αυτού του τύπου έχουν δρόμο να διανύσουν, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι επιφυλάξεις της βιομηχανίας σχετικά με την αξία της τρέχουσας έρευνας.

Η Marian Stanley, η οποία προεδρεύει στην επιτροπή για τους φθαλικούς εστέρες που έχει συστήσει το Αμερικανικό Συμβούλιο Χημείας (ACC), σημειώνει ότι από μία τουλάχιστον μελέτη προέκυψε ότι τα τρωκτικά τα οποία έφεραν δυσμορφίες εξαιτίας των φθαλικών δεν είχαν απολέσει και την ικανότητα να ζευγαρώνουν και να γεννούν απογόνους. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να συσσωρεύονται στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις χημικών ουσιών υπό τη μορφή μειγμάτων, ώστε τελικά οι μελέτες με τέτοιου είδους ερευνητικούς στόχους να αντιπροσωπεύουν έναν ζωτικό τομέα έρευνας. Στην Αξιολόγηση της Ποιότητας των Υδάτων σε Εθνικό Επίπεδο, που εξέδωσε η Αμερικανική Υπηρεσία Γεωλογικής Διασκόπησης, αναφέρεται το εύρημα ότι στο 90% των δειγμάτων νερού από διάφορους χειμάρρους της χώρας περιέχονταν δύο ή περισσότερα παρασιτοκτόνα. «Οι δυνητικές επιπτώσεις από μείγματα ρυπαντών στους ανθρώπους, τις υδρόβιες μορφές ζωής, αλλά και στην άγρια ζωή η οποία ενεργειακά στηρίζεται στην κατανάλωση ψαριών, έχουν ελάχιστα κατανοηθεί», δηλώνει ο υδροβιολόγος Robert Gilliom, επί κεφαλής των συγγραφέων της μελέτης. «Από τα αποτελέσματά μας, ωστόσο, είναι φανερό ότι οι μελέτες οι σχετικές με τη δράση των χημικών μειγμάτων πρέπει να τυγχάνουν υψηλής προτεραιότητας».