Ιανουάριος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Αστικοί μύθοι
Από την έναρξη της χριστιανικής εποχής έως περίπου το 1850, ο αστικός πληθυσμός της Γης δεν υπερέβη ποτέ το 7%. Η Βιομηχανική Επανάσταση άλλαξε άρδην την κατάσταση αυτή ―σήμερα, το 75% του πληθυσμού των ΗΠΑ και άλλων ανεπτυγμένων χωρών διαβιεί σε πόλεις, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.

Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, ο ρυθμός αστικοποίησης στις αναπτυσσόμενες χώρες (όπως η Κίνα και η Ινδία) και στις ελάχιστα ανεπτυγμένες (όπως η Αιθιοπία και το Μπαγκλαντές) για πολύ καιρό υπολειπόταν εκείνου της Δύσης και της Ιαπωνίας. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι πόλεις των ευρωπαϊκών αποικιών συγκέντρωναν ποσοστό μάλλον όχι μεγαλύτερο του 5%, έκτοτε όμως η αναλογία στις πρώην αυτές αποικίες αλλά και σε έθνη που ουδέποτε αποικίστηκαν αυξήθηκε με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με της Δύσης. Χρειάστηκαν, λόγου χάρη, 150 χρόνια για να φτάσει ο πληθυσμός της Νέας Υόρκης τα 8 εκατομμύρια· η πόλη του Μεξικού όμως έφτασε τα 21 εκατομμύρια μέσα σε μόλις 50 χρόνια. Η εκπληκτική αυτή αύξηση έχει παροξύνει τα συνήθη προβλήματα που συνδέονται με την ανάπτυξη, καθιστώντας δυσχερή την παροχή πόσιμου νερού, τη διάθεση των αποχετευτικών αποβλήτων, την αστυνομική προστασία και διάφορα άλλα αστικά προνόμια. Η συγκριτικά βραδεία αύξηση της αστικοποίησης στην Ευρώπη αποτελεί εν μέρει συνέπεια της αποδημίας 45 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων της προς τον Νέο Κόσμο, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό αρνήθηκαν τη μετοικεσία τους στις πόλεις.

Ένας μύθος που επιβιώνει ακόμα είναι οι υποτιθέμενες καλύτερες συνθήκες υγιεινής της υπαίθρου έναντι της πόλης. Ιστορικά, αυτό ήταν αλήθεια· όμως δεν ισχύει πια. Τα αστικά μέτρα υγιεινής και η εύκολη πρόσβαση σε καλή ιατρική περίθαλψη έχουν καταστήσει τις πόλεις πιο υγιεινούς τόπους διαβίωσης. Ένας άλλος μύθος είναι ότι οι κάτοικοι των πόλεων ζουν απομονωμένοι. Εντούτοις, μια μελέτη των κοινωνιολόγων Katherine Curtis White και Avery Guest, του Πανεπιστημίου τής Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, δεν εντόπισε καμία διαφορά ως προς την ισχύ των κοινωνικών δεσμών. Τα περισσότερα κακά που αποδίδονται στην αστικοποίηση πηγάζουν από την αύξηση του πληθυσμού, την εκβιομηχάνιση και την ευημερία, τα οποία θα συνέχιζαν να προκαλούν οικονομική αποδιοργάνωση ακόμη και αν η αστικοποίηση αντιστρεφόταν. Πολλά προβλήματα μάλλον σχετίζονται με την ταχεία πληθυσμική αύξηση παρά με τον αριθμό των ανθρώπων αυτόν καθεαυτό, ενώ σε μερικές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων στις βιομηχανίες μπορούν να αποδοθούν στην έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι στην αύξηση του μεγέθους των πόλεων.

Η μεταποιητική παραγωγικότητα αυξάνεται ανάλογα με το μέγεθος της μητροπολιτικής περιοχής, εν μέρει εξαιτίας των δημόσια χρηματοδοτούμενων δρόμων, συστημάτων υδροδότησης και αποχέτευσης, δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καθώς και αστυνομικών και πυροσβεστικών σταθμών. Η οικονομία κλίμακας καθιστά τις αστικές υπηρεσίες σχετικά φτηνές. Πράγματι, η συνεισφορά των μεγαλουπόλεων στις εθνικές οικονομίες είναι δυσανάλογη του μεγέθους τους, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Σάο Πάολο, στο οποίο ζει το 10% του πληθυσμού της Βραζιλίας, συνεισφέροντας όμως τουλάχιστον το 25% του καθαρού εθνικού προϊόντος.

Τα Ηνωμένα Έθνη προβλέπουν για τα επόμενα 25 χρόνια συνεχή αύξηση της αστικοποίησης στον πλανήτη, η οποία θα φτάσει το 61% (βλ. επίσης το άρθρο Joel E. Cohen, «Ο ανθρώπινος πληθυσμός ωριμάζει», Scientific American - Ελληνική Έκδοση, Νοέμβριος 2005). Αν οι αναπτυσσόμενες χώρες φτάσουν το ρεκόρ της Δύσης και της Ιαπωνίας, το παγκόσμιο επίπεδο αστικοποίησης θα ξεπεράσει το 80%. Από νέα δεδομένα του Ινστιτούτου Γης του Πανεπιστημίου Columbia προκύπτει ότι τα περιθώρια επέκτασης είναι περισσότερο από επαρκή: οι αστικές περιοχές τη στιγμή αυτή καλύπτουν μόλις το 3% της χερσαίας επιφάνειας του πλανήτη μας.