Φεβρουάριος 2004
7,00 € 
Επιλογή Τεύχους


Κύκλοι και Διάστημα
Ένας τεράστιος μυστηριώδης κύκλος απλώνεται στον επίπεδο σιτοβολώνα κοντά στο Γκόσεκ, ένα μικρό χωριό 40 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λειψίας, στη Γερμανία. Και όμως, δεν τον κατασκεύασαν κάποιοι οινοβαρείς φοιτητές. Πρόκειται για τα ερείπια του αρχαιότερου παρατηρητηρίου του ουρανού στον κόσμο, ηλικίας 7.000 ετών. Το αστεροσκοπείο αυτό, σε συνδυασμό με έναν εγχάρακτο μεταλλικό δίσκο που οι αρχαιολόγοι ανέκτησαν από τους αρχαιοκάπηλους πέρυσι, φανερώνει ότι οι άνθρωποι της νεολιθικής εποχής και της εποχής του ορειχάλκου μελετούσαν τον ουρανό ήδη πολύ νωρίτερα και με μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι φαντάζονταν οι επιστήμονες.

Οι αρχαιολόγοι δημοσιοποίησαν τα στοιχεία ταυτότητας του κύκλου του Γκόσεκ τον Αύγουστο του 2003. Η διάμετρός του είναι 75 μέτρα, όπως προσδιορίζεται από αεροφωτογραφίες. Αρχικά αποτελούνταν από τέσσερα στοιχεία που εκτείνονταν σε ομόκεντρους κύκλους ―ένα ύψωμα, μια τάφρο και δύο ξύλινα πασσαλοπήγματα στο ύψος ανθρώπου―, τα οποία διακόπτονταν από τρεις σειρές πυλών που κοιτούσαν αντίστοιχα προς τα νοτιοανατολικά, νοτιοδυτικά και βόρεια. Αν κάποιος κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο στεκόταν στο κέντρο των κύκλων, θα έβλεπε τον Ήλιο να ανατέλλει και να δύει μέσα από τις νότιες πύλες.

Μολονότι οι έρευνες από αέρος έχουν εντοπίσει περί τους 200 παρόμοιους κύκλους ανά την Ευρώπη, το συγκρότημα του Γκόσεκ είναι το αρχαιότερο και καλύτερα διατηρημένο από τα 20 που έχουν ανασκαφθεί ώς τώρα, ενώ πρόκειται για τον πρώτο κύκλο του οποίου η λειτουργία είναι προφανής. Αν και αποκαλείται το «γερμανικό Στόουνχεντζ», προηγείται χρονικά του βρετανικού μεγαλιθικού μνημείου κατά 2 χιλιετίες τουλάχιστον. Τα γραμμικά σχέδια που βρέθηκαν σε όστρακα (θραύσματα πήλινων αγγείων) εντός του περιβόλου υποδηλώνουν ότι το αστεροσκοπείο κατασκευάστηκε το 4900 π.Χ.

Το πιο παράξενο με αυτό είναι ίσως ότι η γωνιακή απόσταση μεταξύ των νότιων πυλών ―περίπου 100°― ταιριάζει με τη γωνία που εμφανίζεται πάνω σε έναν ορειχάλκινο δίσκο ο οποίος ανακαλύφθηκε στην κορυφή ενός λόφου 25 χιλιόμετρα μακριά, κοντά στην πόλη Νέμπρα. Ο δίσκος της Νέμπρα, διαμέτρου 32 εκατοστών, χρονολογείται από το 1600 π.Χ. και αποτελεί την αρχαιότερη ρεαλιστική αναπαράσταση του ουρανού που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Απεικονίζει έναν σεληνιακό μηνίσκο, ένα δίσκο που κατά πάσα πιθανότητα αναπαριστά την πανσέληνο ή τον Ήλιο, ένα σμήνος επτά άστρων που πιστεύεται ότι παριστάνουν τις Πλειάδες, διάφορα άλλα σκόρπια άστρα, καθώς και τρία τόξα. Όλα αυτά είναι φτιαγμένα από φύλλα χρυσού και ξεχωρίζουν από το μπλε-μοβ υπόβαθρο.

Τα δύο μεγαλύτερα τόξα, τα οποία βρίσκονται αντικριστά το ένα στο άλλο ―ένα στα δεξιά και ένα στα αριστερά (από το αριστερό, όμως, έχει αποκολληθεί ο χρυσός και η ύπαρξή του συνάγεται μόνο από τα ίχνη που άφησε στην περιφέρεια του δίσκου)― αντιστοιχούν το καθένα σε επίκεντρη γωνία 82,5°, με το δεξιό χρυσό τόξο να αναφέρεται στην ανατολή του Ήλιου, ενώ το αριστερό στη δύση. Η πάνω άκρη του δεξιού τόξου (το «πάνω» στο δίσκο της Νέμπρα αντιστοιχεί στο βορρά και το «κάτω» στο νότο) σημειώνει τη θέση ανατολής του Ήλιου κατά το θερινό ηλιοστάσιο (21η Ιουνίου) στην περιοχή της κεντρικής Γερμανίας εκείνης της εποχής, ενώ η πάνω άκρη του αριστερού τόξου σημειώνει τη θέση που έδυε ο Ήλιος την ίδια μέρα, αφού διέγραφε ως προς τον ορίζοντα (της περιοχής της Νέμπρα) τόξο γωνίας 97,5° (όση δηλαδή και η γωνιακή απόσταση ανάμεσα στο πάνω άκρο του ενός χρυσού τόξου και το πάνω άκρο του άλλου ―τμήμα μη επιχρυσωμένο). Αντίστοιχα, οι κάτω άκρες του δεξιού και αριστερού τόξου αναφέρονται στην ανατολή και δύση του Ήλιου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο (21η Δεκεμβρίου), και έχουν και αυτές γωνιακό εύρος 97,5°. Η θέση του Ήλιου κατά τα ηλιοστάσια έχει μετατοπιστεί ελαφρώς στις χιλιετίες που πέρασαν, επισημαίνει ο Wolfhard Schlosser του Πανεπιστημίου του Ρουρ στο Μπόχουμ, ώστε στις μέρες μας η γωνία μεταξύ ανατολής και δύσης να έχει αυξηθεί ελαφρά σε σχέση με την εποχή κατασκευής του δίσκου της Νέμπρα και του κύκλου του Γκόσεκ (κατά 1,6° και 2,8°, αντίστοιχα).

Στις ανασκαφές ξύλινων και πλινθόκτιστων οικιών της περιοχής βρέθηκαν σπόροι σιτηρών και στοιχεία εξημέρωσης ζώων (από κατσίκες, πρόβατα, χοίρους και αγελάδες). Αγρότες είχαν φτάσει σε αυτή την περιοχή περίπου 500 χρόνια πριν από την κατασκευή του ουράνιου παρατηρητηρίου. Μολονότι οι εν λόγω γεωργοί της πρώιμης νεολιθικής εποχής πιθανότατα μετρούσαν μόνο τις κινήσεις του Ήλιου, με την πάροδο των χιλιετιών κατάφεραν να προσδιορίσουν ποσοτικά τον σεληνιακό κύκλο και τις θέσεις των αστερισμών. Οι Πλειάδες, οι οποίες εγκαταλείπουν τον ουράνιο θόλο του βόρειου ημισφαιρίου την άνοιξη και επανεμφανίζονται το φθινόπωρο, χρησιμεύουν ακόμα και σήμερα σε πολλούς αγρότες ανά τον κόσμο για τον καθορισμό του ετήσιου κύκλου της σοδειάς. Ο δίσκος της Νέμπρα ίσως ήταν τελετουργικό αντικείμενο ή μάλλον ―δεδομένης της ακρίβειάς του― ένα υπολογιστικό εργαλείο που χρησιμοποιούνταν παράλληλα με τις παρατηρήσεις στο Γκόσεκ ή σε κάποια άλλη παρόμοια τοποθεσία για τον καθορισμό των περιόδων σποράς και συγκομιδής.

Το τρίτο τόξο (που υπάρχει στο κάτω μέρος του δίσκου, μεταξύ των δύο προηγούμενων) αποτελεί, όπως πιστεύει ο François Bertemes του Πανεπιστημίου του Χάλε-Βίτενμπεργκ, στοιχείο δανεισμένο από τους θρύλους. Οι αρχαίοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν πώς γίνεται ο Ήλιος να χάνεται στη δύση και να ξαναπροβάλλει το επόμενο πρωί από την ανατολή. Αναπαραστάσεις από την Αίγυπτο και τη Σκανδιναβία της εποχής του ορειχάλκου αποκαλύπτουν την πανάρχαια πεποίθηση ότι τον Ήλιο τον μετέφερε διαμέσου του νυχτερινού ουρανού ένα πλοίο. Ο δίσκος της Νέμπρα αποτελεί την πρώτη ένδειξη για την ύπαρξη μιας τέτοιας δοξασίας στην κεντρική Ευρώπη. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι στεριανοί καλλιεργητές γνώριζαν τα πλοία, αφού, όπως επισημαίνει ο Bertemes, οι ταξιδιώτες της εποχής του ορειχάλκου διέδιδαν όχι μόνο τους μύθους αλλά και τα τελευταία τεχνολογικά επιτεύγματα.

Η τρίτη πύλη του κύκλου του Γκόσεκ εξακολουθεί να περιβάλλεται από μυστήριο. Δείχνει προς το βορρά, χωρίς μεγάλη ακρίβεια όμως. Ίσως δεν έχει σχέση με την αστρονομία, μιας και ο όλος περίβολος ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό ηλιακό παρατηρητήριο. Εκτός από κεραμικά όστρακα και αιχμές βελών, στο εσωτερικό του οι ανασκαφείς βρήκαν κρανία αποκεφαλισμένων βοδιών που, όπως φαίνεται, επιδεικνύονταν καρφωμένα σε πασσάλους, καθώς και τμήματα δύο ανθρώπινων σκελετών, από τα οστά των οποίων είχε αφαιρεθεί η σάρκα προ της ταφής. Παρόμοιοι σκελετοί ―μερικοί με εγκοπές ή αιχμές από βέλη στους αυχένες τους― έχουν βρεθεί και σε άλλους κύκλους, ωστόσο οι αρχαιολόγοι δεν συμφωνούν αν επρόκειτο για ανθρωποθυσίες ή απλώς για ασυνήθιστα αιματηρές ταφικές τελετές. Παρ’ όλα αυτά, τέτοιες τελετές καθιστούν το χώρο ναό, επισημαίνει ο Bertemes, και δείχνουν ότι η επιστήμη ήταν ήδη από τη νεολιθική εποχή άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεισιδαιμονία.