Οκτώβριος 2006
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Γιατί αυτό και γιατί τώρα
Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι αναμφίβολα ο διαρκώς ενισχυόμενος ρόλος της επιστήμης και της τεχνολογίας σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής μας ζωής. Η παραγωγή γνώσης συντελείται με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ παράλληλα συντομεύει η χρονική απόσταση που μεσολαβεί έως το μετασχηματισμό των επιστημονικών επιτευγμάτων σε τεχνολογικές λύσεις. Η κοινωνική ενσωμάτωση αυτής της διαδικασίας γεννά πρωτόγνωρες ανισότητες και αντιφάσεις, οι οποίες τελικά υπονομεύουν τόσο τις ίδιες τις επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις όσο και την ομαλή ανάπτυξη της κοινωνίας. Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης και μετουσίωσής της σε τεχνολογία παράγουν μια διπλή αποξένωση, η οποία εκδηλώνεται αφενός ως έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης μεταξύ των ειδικών που εργάζονται σε διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους και αφετέρου ως αδιαφορία του μέσου πολίτη για τις επιστημονικές κατακτήσεις οι οποίες, αργά ή γρήγορα, θα επηρεάσουν τη ζωή του. Η αποξένωση μάλιστα ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων απ’ ό,τι θα έπρεπε να αποτελεί κοινό κτήμα και καύχημα ολόκληρης της ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με την ασύνετη και υπερφίαλη μερικές φορές χρήση ή κατάχρηση της δύναμης που θέτει η επιστήμη στη διάθεση των ιθυνόντων, ευνοεί τη διάδοση αντιεπιστημονικών ή επικίνδυνων παραεπιστημονικών απόψεων. Το πρόβλημα της διάχυσης της νεοαποκτημένης γνώσης στην κοινωνία, αν και έχει παγκόσμιες διαστάσεις, εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση σε χώρες οι οποίες, είτε το θέλουμε είτε όχι, ανήκουν στην περιφέρεια του επιστημονικού γίγνεσθαι, όπως είναι η δική μας, και όπου οι επιστημονικοί θεσμοί (όχι μόνο τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα ερευνητικά κέντρα, αλλά και οι επιστημονικές ενώσεις, τα επιστημονικά έντυπα, καθώς και οι πάσης φύσεως μηχανισμοί σύνδεσης του επιστημονικού κόσμου με την οικονομία και την ευρύτερη κοινωνία) έχουν ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσουν για να φθάσουν σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο λειτουργίας.

Έτσι, ο τυπικός απόφοιτος του ελληνικού πανεπιστημίου (όπως και αυτός των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, εξάλλου) είναι στην καλύτερη περίπτωση ενήμερος των εξελίξεων που συντελέστηκαν στην επιστήμη του έως τη δεκαετία του 1970 ή του 1980. Αν σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος πιθανότατα στελεχώνει τη Μέση Εκπαίδευση, συνιστά τον φυσικό ιμάντα μέσω του οποίου θα μεταδοθεί στο ευρύτερο κοινό η νέα γνώση που παράγεται στο αντικείμενό του (αν όχι αυτός, ποιος άλλος;), και αν παράλληλα λάβουμε υπόψη τη σχετικά ελλιπή ενημέρωση και υποστήριξη που έχει για να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο, τότε καταλαβαίνουμε ότι οι διαστάσεις του προβλήματος είναι σημαντικές. Από την άλλη, όμως, πρέπει να σπεύσουμε να επισημάνουμε ότι το ποσοστό όσων έχουν μια τέτοιου επιπέδου πανεπιστημιακή κατάρτιση παρουσιάζει σοβαρή αύξηση σε σύγκριση με παλιότερες εποχές, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ένα αξιόλογο ακροατήριο έτοιμο να ανταποκριθεί σε κάθε συστηματική πρωτοβουλία μετάδοσης της νέας γνώσης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτή γίνεται με υπευθυνότητα και αξιοπιστία. Επιπλέον, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό υπάρχουν αξιόλογες ελληνικές επιστημονικές δυνάμεις οι οποίες γνωρίζουν πόσο αρνητικές συνέπειες θα έχει η διαιώνιση της υφιστάμενης κατάστασης και που πρόθυμα θα συνέδραμαν κάθε προσπάθεια διαρκούς επιστημονικής ενημέρωσης.

Πιστεύουμε ότι η έκδοση στα ελληνικά ενός εγνωσμένης εγκυρότητας περιοδικού όπως το Scientific American, το οποίο κυκλοφορεί ήδη στις κυριότερες γλώσσες του κόσμου, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, αν και βέβαια δεν θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι αρκεί κιόλας. Έχοντας πίσω του ιστορία που ξεπερνάει τον ενάμιση αιώνα, το Scientific American είναι ένα περιοδικό το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος του γράφεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των μεγάλων επιστημονικών εξελίξεων και τεχνολογικών καινοτομιών. Έτσι μπορεί να εξασφαλίζει την άμεση, αξιόπιστη και ουσιαστική ενημέρωση των αναγνωστών του, αρθρώνοντας ένα λόγο ο οποίος, παρότι αποφεύγει να γίνει υπερβολικά τεχνικός και άρα απρόσιτος στον μη ειδικό, δεν ξεπέφτει στην απλοϊκότητα και ξέρει να αναδεικνύει, με ευρηματικότητα που πολλές φορές εντυπωσιάζει, τις κύριες ιδέες και τις βασικές πλευρές των προβλημάτων με τη φαινομενικά αντιφατική εκείνη ενότητα της βαθύτητας και της απλότητας που χαρακτηρίζει την οπτική όσων μόχθησαν πολύ για να κατακτήσουν ένα πεδίο της γνώσης.

Πέραν όμως όλων αυτών ―την ακρίβεια των οποίων μπορεί εύκολα να διαπιστώσει και όποιος θα διαβάσει μια ξενόγλωσση έκδοση του περιοδικού―, το εγχείρημα της έκδοσης στα ελληνικά παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες που του προσδίδουν χαρακτήρα πρόκλησης. Εδώ θα αρκεστούμε να θίξουμε δύο μόνο από αυτές. Καταρχάς, η ελληνική επιστημονική κοινότητα δεν διαθέτει κάποιο βήμα που να της δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε συστηματική βάση στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, είτε για να προβάλει τις επιτεύξεις της είτε για να εκθέσει τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της. Το ελληνικό Scientific American δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή την ανάγκη και, στο μέτρο που επιτρέπει η φυσιογνωμία του, θα φιλοξενεί, με δομημένο τρόπο, πληροφορίες για επίκαιρα ζητήματα από την ελληνική επιστημονική πραγματικότητα, όπως επίσης και απόψεις μελών του ελληνικού επιστημονικού κόσμου, που μπορεί να προβάλλουν επιτεύγματα ή να εκθέτουν τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους για θέματα από το χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι με αυτό τον τρόπο θα προωθηθεί και η συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων γύρω από το περιοδικό, η οποία θα το βοηθήσει να αντεπεξέλθει στη δεύτερη ιδιαιτερότητα της ελληνικής πραγματικότητας ―την έλλειψη εμπεριστατωμένης και ομοιογενούς επιστημονικής ορολογίας. Πράγματι, η πανθομολογούμενη ταχύτατη πρόοδος της επιστήμης συνεπάγεται και μια αντίστοιχη ανάπτυξη του επιστημονικού λόγου, ο οποίος για κάθε λαό αποτελεί ζωτικής σημασίας τμήμα της γλώσσας του. Παρότι οι έλληνες φιλόλογοι και λεξικογράφοι επιμένουν να μην του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία, εμείς έχουμε την πεποίθηση ότι συνιστά κρίσιμο θέμα για μια ιστορική και «ανάδελφη» γλώσσα όπως η δική μας. Αλλωστε, το ίδιο το εγχείρημα της ελληνικής έκδοσης του Scientific American συνιστά έμπρακτη άρνηση της ελιτίστικης και αυτοκαταστροφικής λογικής «όποιος ενδιαφέρεται ας το διαβάσει στα αγγλικά». Αν και δεν είμαστε τόσο αφελείς ώστε να αμφισβητούμε την πραγματικότητα της διεθνούς γλώσσας της επιστήμης που έχει εκ των πραγμάτων επιβληθεί, επιμένουμε να μη συμβιβαζόμαστε με τον γλωσσικό ευνουχισμό μας στον τομέα αυτό. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση θα έχουμε τη συμπαράσταση εκείνων των μελών της επιστημονικής κοινότητας που «κήδονται» της ελληνικής γλώσσας.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω αποτελούν εν πολλοίς διακηρύξεις προθέσεων. Αν οι προθέσεις αυτές θα μετουσιωθούν σε πράξη ή απλώς θα παραμείνουν ευσεβείς πόθοι, οι μόνοι αρμόδιοι να το κρίνουν είναι οι αναγνώστες του περιοδικού. Σε αυτούς εναπόκειται να μας δικαιώσουν ή να μας καταδικάσουν στην αδιαφορία...
―Αλέξανδρος Μάμαλης, Εκδότης/Διευθυντής
Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος  Οκτώβριος, 2003