Δεκέμβριος 2005
7,50 € 
Επιλογή Τεύχους


Τέλος εποχής
«Αν η γνώση δημιουργεί προβλήματα, η άγνοια σίγουρα δεν μπορεί να τα λύσει.»
—Isaac Asimov

Πριν από δύο εβδομάδες λάβαμε μια ηλεκτρονική επιστολή, η οποία, κατά ευνοϊκή συγκυρία, μας δίνει την αφορμή για το παρόν σημείωμα. Οφείλουμε να απαντήσουμε τα σχόλιά της ένα προς ένα, στο τέλος δε θα καταλήξουμε σε μια σοβαρή (για εμάς) ευχή. Ο σαραντάχρονος αποστολέας της επιστολής έχει διδακτορικό δίπλωμα στη φυσική (σε θέματα μαγνητικών υλικών) και επακόλουθο μάστερ (σε συστήματα αυτομάτου ελέγχου), υπήρξε συνεργάτης έδρας του ΕΜΠ και τώρα πλέον είναι μόνιμος καθηγητής φυσικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μας γράφει, λοιπόν:

«Σας γνώρισα από τα δύο τελευταία τεύχη, Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2008, και δεν τυγχάνει να είμαι συνδρομητής. Ωστόσο τα τεύχη αυτά τα διάβασα με πολύ προσοχή και θα ήθελα να κάνω κάποια σχόλια πάνω στα άρθρα που δημοσιεύτηκαν. Πιστεύω (στο οποίο ελπίζω συνηγορείτε και εσείς) πως μέσα από την δημιουργική αλληλεπίδραση και επικοινωνία με ειδικευμένους επιστήμονες το υλικό του περιοδικού θα βελτιώνεται, βελτιστοποιώντας την ποιότητα γνώσης και εγκυρότητας που αυτό επιθυμεί να προσφέρει. Σας πληροφορώ πως τα σχόλιά μου δεν προήλθαν με ελαφρά την καρδία. Υπάρχει ένα υπόβαθρο γνώσης από πίσω και ενημέρωσης λόγω ειδικότητας. Τέλος, είμαι κάποιος που επιθυμώ, τέτοιες προσπάθειες να ευδοκιμούν, ιδιαίτερα στον καιρό μας σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία αξίζει καλύτερη τύχη από αυτή που κάποιοι επιθυμούν να της προσδώσουν.»

Ακολουθούν τα σχόλια (σε ακριβή αντιγραφή), μαζί με τις απαντήσεις του περιοδικού:

1. «Στο άρθρο “Οι θεωρίες βρανών”, της Lisa Randall (Ιανουάριος 2008, σελ. 22), δεν υπάρχουν καθόλου references για να μπορεί να ανατρέξει κάποιος και να μάθει περισσότερα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Δεύτερον, στο κείμενο αναφέρεται, στη σελ. 24, το εξής: “Eάν υπήρχαν επιπλέον διαστάσεις, αυτές θα πρέπει να είναι πολύ μικρές ώστε να διαφεύγουν την προσοχή μας”. Αφού αναφερόμαστε στο πλήθος των διαστάσεων, η συγκεκριμένη έκφραση είναι αδόκιμη, διότι οι διαστάσεις ενός αντικειμένου είναι μικρές και όχι γενικά οι διαστάσεις. Οι διαστάσεις δεν έχουν μέγεθος παρά μόνο πλήθος. Επίσης, πιο κάτω αναφέρεται ότι: “Oι επιπλέον διαστάσεις παρέμεναν κουλουριασμένες”. Μα οι διαστάσεις δεν κουλουριάζονται. Τα σωματίδια που κινούνται στο χωρόχρονο ακολουθούν πιθανόν την παραμόρφωσή του, ενώ οι διαστάσεις δεν υπόκεινται σε κάποια αλλαγή. Γενικότερα θα ήθελα να παρατηρήσω ότι το άρθρο της Randal είναι αρκετά μπερδεμένο και δυσνόητο ακόμα και για έναν ειδικό ή η απόδοσή του δεν ήταν και από τις πιο πετυχημένες.»

Προφανώς αναφερόμαστε στο μέγεθος και την κλίμακα μήκους των επιπλέον διαστάσεων και όχι στο μέγεθος ενός αντικειμένου μέσα στον οικείο μας χωρόχρονο. Η προτάσεις του άρθρου που μνημονεύετε αποδίδουν με απόλυτη ακρίβεια το ζήτημα των επιπλέον διαστάσεων και του μεγέθους τους, όπως αυτό έχει τεθεί στα πλαίσια της θεωρίας χορδών και όπως εκφράζεται στο κείμενο της Randall.
        Στο αμέσως προηγούμενο τεύχος της ελληνικής έκδοσης (αυτό του Δεκεμβρίου 2007) δημοσιεύσαμε το άρθρο «Βόλτα με το μεγάλο κοσμικό “τρενάκι”», το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στη θεωρία χορδών. Σας παραθέτουμε την ακόλουθη παράγραφο (σελ. 89): « Εάν η θεωρία χορδών είναι ορθή, ο χώρος δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται. Συγκεκριμένα, η θεωρία προβλέπει ότι ο χώρος διαθέτει ακριβώς εννέα διαστάσεις (επομένως, άπαξ και συμπεριληφθεί ο χρόνος, ο χωρόχρονος έχει δέκα διαστάσεις), οι οποίες αντιπροσωπεύουν έξι περισσότερες από τις συνηθισμένες τρεις —μήκος, πλάτος, ύψος. Τούτες οι επιπλέον διαστάσεις είναι αόρατες σε εμάς. Για παράδειγμα, ίσως είναι πολύ μικρές και μπορεί να μην έχουμε επίγνωσή τους απλώς επειδή δεν “χωράμε” σε αυτές. Το οδόστρωμα σε ένα χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων μπορεί να έχει υποστεί μια θραύση μεγέθους τρίχας, η οποία όμως προσθέτει μια τρίτη διάσταση (το βάθος) στην επιφάνεια του οδοστρώματος· αλλά επειδή η θραύση είναι μικρή, δεν θα την προσέξετε ποτέ. Ακόμα και οι θεωρητικοί των χορδών δυσκολεύονται να συλλάβουν νοητικά εννέα διαστάσεις· εάν όμως η ιστορία της φυσικής μάς έχει διδάξει κάτι, αυτό είναι ότι η αληθινή φύση του Κόσμου μπορεί να κείται πέρα από την ικανότητα της άμεσης αντίληψής μας.» Αυτή μάλιστα η τελευταία πρόταση θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί το άρθρο τής Randall φαίνεται ίσως αρκετά μπερδεμένο και δυσνόητο.
        Θα πρέπει ακόμη να σας ενημερώσουμε ότι βιβλιογραφικές αναφορές παρατίθενται συστηματικά μόνο στα κύρια άρθρα του περιοδικού (και μάλιστα πολύ πρόσφατες) και όχι στις μόνιμες στήλες του (και σε μια τέτοια αναφέρεστε). Ωστόσο, επειδή το ζητάτε, αλλά κυρίως επειδή επικείμενα σοβαρά πειράματα πιθανότατα θα επιβεβαιώσουν ή θα απορρίψουν τη θεωρία χορδών —και όλοι εμείς θα έχουμε ζήσει ένα συγκλονιστικό γεγονός στην ιστορία της φυσικής και του πολιτισμού μας, για το οποίο θα συμφωνείτε πως πρέπει να γνωρίζουμε—, προτείνουμε την εξης ενημερωτικη σχετική βιβλιογραφία: (α) Ενδεικτικά άρθρα τού Scientific American - Ελληνική Έκδοση: Brian Greene, «Το μέλλον της θεωρίας χορδών», Δεκέμβριος 2003∙ Lee Smolin, «Τα “άτομα” του χώρου και του χρόνου», Μάρτιος 2004∙ Georgi Dvali, «Βγαίνοντας από το σκοτάδι», Μάιος 2004∙ R. Bousso και M. Turner, «Το τοπίο της θεωρίας χορδών», Δεκέμβριος 2004. (β) Ενδεικτικά βιβλία: P. Davies και J. Brown, Υπερχορδές —η Θεωρία των Πάντων, Κάτοπτρο, 2005∙ Lee Smolin, Τρεις δρόμοι προς την κβαντική βαρύτητα, Κάτοπτρο, 2002∙ Leonard Mlodinow, Το παράθυρο του Ευκλείδη, Κάτοπτρο, 2007∙ Brian Greene, Το κομψό Σύμπαν, Ωκεανίδα, 2006.

2. «Στο άρθρο “Οι πολλοί κόσμοι του Hugh Everett”, του Peter Byrne (Ιανουάριος 2008, σελ. 34), αναφέρεται στη σελ. 37 το εξής: “Το εν λόγω μοντέλο της πραγματικότητας θέτει αξιωματικά ότι η μηχανική του κβαντικού κόσμου ανάγεται στα κλασσικά παρατηρήσιμα φαινόμενα και έχει νόημα μόνο με όρους των εν λόγω φαινομένων —όχι το αντίθετο”. Ειλικρινά δεν κατάλαβα το νόημα αυτής της λεγόμενης “αναγωγής”. Δεν υπάρχει κάποια αναγωγή του ενός προς τον άλλο. Οι παρατηρήσεις του φυσικού κόσμου είναι δύο ειδών: οι κλασσικές-ντεντερμινιστικές (αίτιο-αποτέλεσμα) και οι κβαντικές-πιθανοκρατικές (αίτιο-πιθανότητα). Τα δύο είδη παρατηρήσεων δεν συνδέονται μέχρι στιγμής και αναφέρονται το ένα στον μακρόκοσμο και το άλλο στο μικρόκοσμο. Κάτι στην συγκεκριμένη απόδοση του κειμένου δεν πάει καλά. Τέλος, όσον αφορά το δήθεν φαινόμενο Everett θα ήθελα να σχολιάσω ότι οι όποιες ιδέες του κινήθηκαν σε φιλοσοφικό και όχι σε μετρήσιμο φυσικό επίπεδο. Μάλιστα, υπάρχει ένα αντεπιχείρημα στην άποψη ύπαρξης των  παράλληλων κόσμων που απλά εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε: Αν πράγματι υπάρχουν σε σύζευξη, τότε γιατί κάθε μέρα εμείς μετράμε μια συγκεκριμένη συνιστώσα αυτών των κόσμων και όχι μια άλλη κατάσταση;»

Το κείμενο αναφέρεται στην επονομαζόμενη «ερμηνεία της Κοπεγχάγης», και ασφαλώς δεν πρόκειται για «αναγωγή» των νόμων της κβαντικής μηχανικής σε νόμους της κλασικής φυσικής. Κατά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης, το εννοιολογικό πλαίσιο της κλασικής φυσικής συνιστά όρο για την απόδοση νοήματος στην κβαντική μηχανική. Δηλαδή, ενώ η κβαντική μηχανική παραμερίζει την κλασική φυσική ως μη ισχύουσα στην περιοχή όπου αυτή (η κβαντική μηχανική) είναι εμπειρικώς επαρκής, την ίδια στιγμή επικαλείται την κλασική φυσική για την νοηματοδότησή της. Γι’ αυτό και ο ιδιάζων ρόλος της μέτρησης, της «παρατήρησης» και του «παρατηρητή» για την εν λόγω σχολή. Ο Wheeler το έχει διατυπώσει επιγραμματικά: «Κανένα στοιχειώδες κβαντικό φαινόμενο δεν είναι φαινόμενο μέχρις ότου να καταγραφεί» (ακραία είναι η θέση του von Neumann, ότι η διαδικασία της μέτρησης λειτουργεί μέχρι του σημείου που τα αποτελέσματα συλλαμβάνονται από μια ανθρώπινη νόηση· ο Bohr, αντιθέτως, δεν απέδιδε κανέναν τέτοιο ρόλο στην νόηση).
        Με άλλα λόγια, οι οπαδοί της Κοπεγχάγης θεωρούν ότι η κβαντική μηχανική είναι θεμελιώδης φυσική θεωρία —πράγμα που αρνούνται για την κλασική φυσική—, ωστόσο θεωρούν ότι αυτή στερείται νοήματος χωρίς την περιγραφή των αποτελεσμάτων της με όρους κλασικής φυσικής. Αυτό είναι το νόημα της «αναγωγής» που αναφέρεται στο κείμενο. Την αντιφατικότητα αυτής της θέσης επισημαίνει ο Everett όταν λέει ότι: «Η ερμηνεία της Κοπεγχάγης […] αποτελεί ένα φιλοσοφικό τερατούργημα με κάποια έννοια “πραγματικότητας” για τον μακροσκοπικό κόσμο την οποία αρνείται στο μικρόκοσμο» (σελ. 40). Δεν αποτελεί φυσική θεωρία, αλλά ερμηνεία που κινείται σε φιλοσοφικό επίπεδο. Επιχειρεί να δώσει φιλοσοφική απάντηση σε ένα πρόβλημα φυσικής: το πώς προκύπτει ο μακροσκοπικός κόσμος στο έδαφος του μικρόκοσμου. Απάντηση σε τούτο το ερώτημα από άποψη φυσικής αναζητούν οι διάφορες θεωρίες περί αποσύζευξης (decoherence). Μολονότι σαφώς έχει ριζοσπαστικές συνδηλώσεις σε φιλοσοφικό επίπεδο, η θεωρία του Everett συνιστά επίσης απόπειρα φυσικής προσέγγισης στο παραπάνω ερώτημα. Όσο για το αντεπιχείρημά σας, στις περισσοτερες εκδοχες της ερμηνεις των πολλαπλων κοσμων, οι «κλάδοι» ακολουθούν την ξεχωριστή πορεία τους χωρίς καμία αμοιβαία επαφή.

3. «Στο κείμενο “Η ώρα του χρόνου” (“Νέα”, Φεβρουάριος 2008, σελ. 13) αναφέρεται το εξής: “Όμως οι βασικοί νόμοι του σύμπαντος φαίνεται να είναι συμμετρικοί ως προς το χρόνο —όπερ σημαίνει ότι δεν επηρεάζονται από την κατεύθυνση του χρόνου. Από τη σκοπιά της Φυσικής, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον υπάρχουν ταυτόχρονα”. Θεωρώ ότι η τελευταία έκφραση είναι εμφανώς λάθος! Πουθενά στην Φυσική Επιστήμη δεν νοείται κάποια τέτοια ταύτιση των χρονικών αυτών καταστάσεων. Η σωστή απόδοση είναι να πούμε ότι “παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μπορούν να ανταλλάξουν ρόλους δίχως παραβίαση των φυσικών νόμων”.
        Πιο κάτω αναφέρεται ότι η παρατήρηση της μονόδρομης φοράς του χρόνου έγινε το 1927 από τον Sir Arthur Eddington. Αυτό είναι λάθος αφού πρώτος ο Clausius τον 19ο αιώνα παρατήρησε την μονόδρομη εξέλιξη των φαινομένων ορίζοντας γι’ αυτό το λόγο το μέγεθος της εντροπίας για να περιγράψει αυτή την συμπεριφορά. Εν συνεχεία, την ίδια εποχή είναι ο Boltzmann ο οποίος θα ορίσει την στατιστική ερμηνεία της εντροπίας, διατυπώνοντας αυτός την άποψη ότι τα φυσικά φαινόμενα οδηγούν τη Φύση προς μεγαλύτερη αταξία έναντι της προηγούμενης κατάστασης.
        Επίσης, στη σελ. 14 σχολιάζεται ως πιθανές εξηγήσεις του βέλους του χρόνου η θεωρία των παραλλήλων συμπάντων. Αναφέρεται μεν αλλά δεν δείχνει να συνδέεται καθόλου με το θέμα, αφήνοντας στον αναγνώστη ένα κενό κατανόησης. Καλό θα ήταν να μην αναφέρονται πράγματα τα οποία δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά μέχρι κάποιο βαθμό από τον αναγνώστη.»


Η πρόταση που μνημονεύετε έχει (στο αγγλικό πρωτότυπο) ως εξής: «But the universe’s basic laws appear to be time-symmetrical, meaning they are unaffected by the direction of time. From the point of view of physics, the past, present and future exist simultaneously.» Το πρόβλημα προκαλείται από το γεγονός ότι ο αγγλικός όρος «simultaneously» στα ελληνικά αποδίδεται ως «ταυτόχρονα», οδηγώντας στην παραδοξολογία ότι διαφορετικές χρονικές στιγμές υπάρχουν την ίδια στιγμή. Η δική σας ερμηνευτική διατύπωση αποδίδει ορθά το νόημα της χρονικής συμμετρίας. Η δική μας απόδοση δηλώνει ακριβώς τη φυσική ισοδυναμία του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
        Ωστόσο, γεγονός είναι ότι πουθενά στο κείμενο δεν αναφέρεται: «η παρατήρηση της μονόδρομης φοράς του χρόνου έγινε το 1927 από τον σερ Arthur Eddington». Εκείνο το οποίο γράφεται είναι ότι ο Eddington επινόησε το 1927 τον όρο «βέλος του χρόνου» για το εν λόγω φαινόμενο και το συνέδεσε με την εντροπία —και τούτο είναι απολύτως ορθό.

4. «Στο κείμενο Γλωσσικά γονίδια (“Νέα”, Φεβρουάριος 2008, σελ. 15), αναφέρεται η έκφραση κωδικεύει, ενώ θεωρώ ότι δόκιμη έκφραση είναι κωδικοποιεί”.»

Ακριβώς 20 χρόνια πριν, ο αείμνηστος Βαγγέλης Μπρίκας, διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας, συνεργάτης και προσωπικός φίλος του νομπελίστα François Jacob, έγραφε στο βιβλίο To νήμα της ζωής, του Philippe Kourilsky, Εκδόσεις Ράππα, τα εξής (σελ. 368): «“Κωδικεύω”: μετάφραση του αγγλικού όρου “code” (γαλλικά: “coder”)∙ σημαίνει “μεταβιβάζω πληροφορίες μέσω σημάτων ή μεταφράζω τα σήματα ενός κώδικα σε σήματα ενός άλλου κώδικα”. Ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τον αρχαιότερο όρο “κωδικοποιώ” (αγγλικά: “codify”, γαλλικά: “codifier”), που σημαίνει “συγκεντρώνω σε οργανωμένο σύστημα νόμους ή κανόνες”. To αγγελιαφόρο RNA κωδικεύει τις πρωτεΐνες αλλά δεν τις κωδικοποεί, όπως εσφαλμένα αναφέρεται σε διάφορα ελληνικά βιβλία βιοχημείας.»
        Σήμερα, τη διάκριση “κωδικεύω”-“κωδικοποιώ” την έχουν υιοθετήσει τα περισσότερα σοβαρά βιβλία επιστήμης (δείτε, φέρ’ ειπείν, το βιβλίο Νευροεπιστήμη και συμπεριφορά, του Eric Kandel, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) και, φυσικά, το περιοδικό.  

5. «Στο άρθρο “Η επερχόμενη επανάσταση στη σωματιδιακή φυσική”, του Chris Quigg (Φεβρουάριος 2008, σελ. 62), έχει γίνει μετάφραση κάποιων εννοιών με αδόκιμους όρους.  Τα σωματίδια “gluons” πρέπει να μεταφραστούν ως “γλουόνια” και όχι ως “γλοιόνια” που μεταφράστηκαν. Το σωματίδιο “muon-neutrino” πρέπει να μεταφραστεί ως “νετρίνο του μιονίου” και όχι ως “μιονιακό νετρίνο” που μεταφράστηκε.»

Η συζήτηση για την απόδοση του όρου «gluon» έχει αρχίσει προ εικοσιπενταετίας τουλάχιστον. Σας παραθέτω μεταφραστικό σχόλιο από το βιβλίο QED —Κβαντική ηλεκτροδυναμική, του Richard Feynman, Εκδόσεις Τροχαλία, 1987 (σελ. 190): «Ο όρος “gluon” προέρχεται από τη λέξη “glue” (κόλλα), η οποία έχει τη ρίζα της στην ελληνική λέξη “γλοιός” (κολλώδης ή γλοιώδης ουσία, κόλλα, κόμμι). Έτσι προτίμησα το “γλοιόνιο” από  το “γκλουόν” ή το “γλουόνιο”.» Έκτοτε, και παρότι σε κάποια βιβλία χρησιμοποιείται ο όρος “γλουόνιο” (προφανώς οι συγγραφείς τους δεν θεωρούν σημαντικό ότι πρόκειται για αντιδάνειο), έχει επικρατήσει ο όρος “γλοιόνιο” —δείτε, για παράδειγμα, το βιβλίο Η Φυσική σήμερα, του Ε.Ν. Οικονόμου, τόμ. 2, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (σελ. 29), όπου προτείνεται και ο όρος «συγκολλητής».
        Ο όρος «muon netrino» έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και ως «νετρίνο του μιονίου» και ως «μιονιακό νετρίνο» και (εσφαλμένα) ως «μιονικό νετρίνο». Για παράδειγμα, στο βιβλίο Αστροφυσική, του Frank Shu, τόμ. 1, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 118, αναφέρεται ότι «το νετρίνο ταλαντώνεται μεταξύ των διαφόρων μορφών του, δηλαδή του ηλεκτρονιακού, του μιονικού και του τ-νετρίνο». Στο Νέο κβαντικό σύμπαν, Εκδόσεις Κάτοπτρο, σελ. 312, γίνεται αναφορά σε μιονιακό νετρίνο καθώς και σε ηλεκτρονιακό νετρίνο. Στο βιβλίο Kenneth Ford, Κλασική και Σύγχρονη Φυσική, Εκδόσεις Πνευματικού, σελ. 404-405, γίνεται αναφορά σε μιονικά άτομα. Ανάγκες γλωσσικής καλλιέπειας, για να αποφεύγεται η συνεχής χρήση της γενικής (νετρίνου του μιονίου), δικαιολογούν τη χρήση του επιθέτου (μιονιακό).
        Να προσθέσουμε ότι στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη, αναφέρεται ως σχόλιο το εξής: «εποχικός ή εποχιακός; Το σωστό είναι εποχ-ικός από το εποχή, όπως και τα κατοχή/κατοχ-ικός, εξοχή/εξοχ-ικός κ.λπ. Επίθετο παράγωγο σε -ιακός αναμένεται κανονικά από ουσιαστικά σε -ιο(ς): ήλι-ος/ηλι-ακός, κρανί-ο/κρανι-ακός, κ.ο.κ.» Επομένως, και μιόνι-ο/μιονι-ακός.

6. «Στο άρθρο “Κατασκευάζοντας τον επιταχυντή της επόμενης γενιάς”, του Barry Barish (Φεβρουάριος 2008, σελ. 77), χρησιμοποιείται η έκφραση “εκκρούοντας δισεκατομμύρια ηλεκτρόνια”, ενώ δόκιμη έκφραση είναι “αποβάλλοντας δισεκατομμύρια ηλεκτρόνια”. Επίσης αναφέρεται λίγο πιο κάτω ότι τα ηλεκτρόνια “εγχέονται” ενώ η δόκιμη έκφραση είναι “εισέρχονται”.»

Το αγγλικό κείμενο γράφει: «knocking off billions of electrons», και η χρήση τού ρήματος «εκκρούω» επιβάλλεται, εφόσον, σύμφωνα με το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας τού Παπύρου, εκκρούω σημαίνει «εκβάλλω με κρούση» —ακριβώς αυτό το οποίο συμβαίνει στο περιγραφόμενο φαινόμενο. Τέλος, με το ρήμα «εγχέονται» αποδίδεται ο αγγλικός όρος «injected», και για αυτόν δείτε, φέρ’ ειπείν, την Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 14, σελ. 283 (λήμμα: Επιταχυντές σωματίων).
        Το περιοδικό μας , από την πρώτη ημέρα της έκδοσής του, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια ώστε να ανταποκριθεί στις υψηλές γλωσσικές απαιτήσεις του κοινού του, και πάντα χαίρεται όταν διαπιστώνει την ίδια ευαισθησία στους εκπαιδευτικούς μας, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ και, βεβαίως, την ελληνική πολιτεία.

---

Έπειτα από αυτά, τι; Δεν σας ανησυχεί η αντίληψη «εγώ, ως ειδικευμένος επιστήμονας, ξέρω»; Δεν επιβεβαιώνει έμπρακτα η παραπάνω επιστολή την ανάγκη όλων μας για συστηματική, σοβαρή και πολύπλευρη επιστημονική ενημέρωση —ακόμη και αν είμαστε «επιστήμονες», πόσω μάλλον εκπαιδευτικοί, που διδάσκουμε και καθοδηγούμε τους νέους προς τη γνώση; Αντιλαμβανόμαστε την έκρηξη της γνώσης στο διεθνές πεδίο; Είμαστε ευχαριστημένοι από τα δικά μας σχολεία, τους φοιτητές μας, το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τoν νεοελληνικό πολιτισμό μας; Και δεν είναι φανερός ο ρόλος ενός καταξιωμένου διεθνούς περιοδικού επιστήμης, όπως το Scientific American, ως φορέα, μεταξύ και άλλων, αυτής της γνώσης;
        Φαίνεται πως όχι. Και εξ αυτού υποχρεωνόμαστε πλέον να αναστείλουμε την ελληνική έκδοση του περιοδικού. Το παρόν τεύχος είναι το τελευταίο μιας εξαετούς συνεχούς και ιδιαίτερα δημιουργικής προσπάθειας των συνεργατών του περιοδικού, μιας απο τις πιο αξιόλογες προσπάθειες, θέλουμε να πιστεύουμε, που έχουν γίνει σε αυτό τον τομέα στη χώρα μας κατά τα τελευταία χρόνια. Το πράττουμε με λύπη, αλλά οι ελληνικές συνθήκες (όλοι τις βιώνουμε και τις γνωρίζουμε) κρίνονται απρόσφορες για τη συνέχιση μιας ποιοτικής έκδοσης που θα επιθυμούσε να είχε έναν αντίστοιχο αντίκτυπο στην εκπαιδευτική —και γενικότερα πολιτιστική— σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
        Ας ευχηθούμε να αλλάξει σύντομα η κατάσταση στον τόπο μας∙ και το μέλλον του να υπάρξει λαμπρό. Ίσως έτσι, σε λίγα χρόνια, να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε μια αντίστοιχη φιλότιμη προσπάθεια νεότερων να καταφέρει να συγχρονιστεί με τις ανάγκες και τις προοπτικές της χώρας. Εκφράζω τις θερμότερες ευχαριστίες μου προς το κοινό που στήριξε μέχρι σήμερα το έργο μας. Ευχαριστώ από καρδιάς όσους τίμησαν την ελληνική έκδοση με κείμενά τους. Και υποκλίνομαι μπροστά σε όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες μου, ελεύθερους και μόνιμους, για το έργο τους∙ πέρασαν και δύσκολες στιγμές δίπλα μου, αλλά σίγουρα κέρδισαν μαθαίνοντας —όπως και εγώ.

—Αλέξανδρος Μάμαλης
Εκδότης/Διευθυντής

Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος  Απρίλιος, 2008